κόννον

κόννον
κόννος
trifle
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κόννον — Κόννος trifle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιέρωμα — ἱέρωμα και ἱάρωμα, τὸ (Α) [ιερώ] 1. ανάθημα, προσφορά, πράγμα αφιερωμένο στον θεό 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρωμα, τὸν κόννον* Λάκωνες, ὅν τινες μαλλὸν* ἢ σκόλλυν*» …   Dictionary of Greek

  • κόννος — κόννος, ὁ (Α) 1. είδος μικρού κοσμήματος 2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.) 3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό ( νν )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”